Αποστολέας άγνωστος
Mέσα στη νύχτα ήχος χαρακτηριστικός κουδούνισμα τηλεφώνου, αυτές οι συσκευές
θα έπρεπε λειτουργούν με το φως του ήλιου.
Με την καρδιά να σφυροκοπάει και τα
πόδια να τρέμουν κατευθύνομα βιαστικά μεταξύ ύπνου και ξυπνητού, -σκοτεινός που είναι αυτός ο
διάδρομος!!
Ανοίγω την πόρτα του σαλονιού ,
ευτυχώς , εκεί αφήνω ένα φως αναμμένο , μετα από υπόδειξη- στο υποκίτρινο φως του πορτατίφ το δωμάτιο δείχνει απόκοσμο, Ντιν- ντιν-
ντιν ντιν, χίλιες δυο σκέψεις μέχρι να ανοίξω την τσάντα να βγάλω το κινητό από
τη θήκη....
Σκέφτομαι «Η τσάντα και το τσαντάκι»
του Δημήτρη Ψαθά , που το διαβάζαμε στο Ανθολόγιο και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια
Αλήθεια πόση τέχνη και αγάπη για τον αναγνώστη είχαν κάποιοι άνθρωποι !!
(χωρίς ετούτη την τάση του πολύπλοκου, που διαπιστώνω τελευταία στη χρήση του λόγου....)
Με λίγες σταράτες ξεκάθαρες κουβέντες
έφταναν στο ζητούμενο, ούτε πολλές περιστοφές ούτε «λαχανάκια Βρυξελλών»
Τέλος πάντων ανοίγω τη συσκευή , έχετε
ένα ΕΣ. ΕΜ .ΕΣ, διαβάζω
«έχω καιρό να πάρω νέα σου και ανησυχώ πολύ για σένα»
-Έλα Χριστέ και Παναγιά !!! Ποιός
είναι αυτός τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα ανησυχεί για μένα..;;;
Οι δικοί μου δεν είναι ,τα αδέρφια μου
ούτε, έτσι κι αλλιώς όλοι τέτοια ώρα παριστάνουν τους πεθαμένους - όπως
λέει και ο Νίκος Καββαδίας.
Υποψιάζομαι ότι πρόκειται για κάποιο λάθος.
Τί εξομογλόγηση και τούτη μέσα στη
νυχτιά!!
Αποστολέας –Άγνωστος.
Κοιτώ ξανακοιτώ το μήνυμα, είναι εκεί, μου δείχνει την αγωνία,
κάποιου άγνωστου σε μένα ανθρώπου ,για κάποιον άλλον , άγνωστο; Γνωστό;
Αν είχε νούμερο θα του απαντούσα :
«Τα ταξίδια στη θάλασσα τη νύχτα είναι
υπέροχα, σκοτεινή θάλασσα και κάπου κάπου ξεπροβάλλει κάποιο πλοίο με τα φώτα πορείας αναμένα , μα θαρρώ πως δεν
ανησυχείς για μένα»
Μα δεν έχει κανένα στοιχείο.
Ανοίγω το παράθυρο
παίρνω μια ανάσα να ηρεμίσω, αρώματα μεθυστικά θυμαριού και πορτοκαλιάς , αύρα
και δροσιά στο γλυκοχάραμα
http://elhangardetj.blogspot.com/2012_01_01_archive.html |
- η
καλύτερη ώρα της μέρας είναι μεταξύ τέσσερις και κάτι μέχρι πέντε και κάτι
...σαν τις πρωτες ώρες στη βάρδια του «γραμματικού» ίσα μέχρι να ξημερώσει- γυρίζω στο κρεββάτι χώνομαι κάτω από τα
σεντόνια και πριν πω «κίμινο» ακούω μια φωνούλα να λέει «Μάμι , τι έπαθες σήμερα και δεν ξυπνάς;» Ανοίγω τα μάτια Ολη η
οικογένεια γύρω μου ανήσυχη, «κοιμόσουν –λέει- πολύ βαριά πήγε εφτάμιση η ώρα είσαι
καλά; δεν θα κάνεις το πρωινό ;»
Σηκώνομαι αλαφιασμένη τρέχω δίχως
κουβέντα στο σαλόνι κοιτώ τη συσκευή ....Τίποτα.«Έτσι σ’ ακούω εγώ και
χωρίς να με καλέσεις » Έλλη
Γιαννοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου