Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

La Hortelana DeL MaR


La Hortelana DeL MaR ----Rafael Alberti

Descalza, desnuda y muerta,
vengo yo de tanto andar.
i Soy la hortelana del mar!
Dejé, mi Niño, mi huerta,
para venirte a cantar:
¡Soy la hortelana del mar...
y, mírame, vengo muerta!

ένα καράβι που το λένε ......

Θα'θελα τούτες οι γιορτές να 'ταν διαφορετικές, να μοιάζαν με ένα καράβι, όμορφο στολισμένο με σημαιούλες και πολλά φώτα, να έχει καταστρώματα πολλά και όμορφα σαλόνια να΄χει το χρώμα του ουρανού το δειλινό.
 Νά'χει για φορτίο ,την αγάπη, την ελπίδα, το χαμόγελο και τη χαρά, παντού να αντηχεί το παιδικό γελάκι.
  Να 'χει το όνομα όλων των αγαπημένων ανθρώπων που δεν είναι κοντά μας πια, νά'χει τα φιλιστρίνα ανοιχτά να μπει η αγάπη του Χριστούλη, να γεμίσει με την αύρα του νέου έτους
Θά'θελα τουτες τις γιορτές το πλοίο να σαλπάρει χωρίς ούτε ένα δάκρυ.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

mi barquito de papel

Δεν έχω τίποτε παρα μόνο ένα χάρτινο καράβι , κείνο το μικρό καράβι που έφτιαξα παιδί στην ακρογιαλιά  ένα πορφυρό δειλινό στο δρομο για τα Κύθηρα.

Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας
Είναι κάτι σταυροδρόμια μαγεμένα
που συναντιόμαστε και ύστερα χανόμαστε
πόσες φορές δεν έκλαψα για σένα
που ζήσαμε μαζί τόσα πολλά
και πια δε γνωριζόμαστε, δε γνωριζόμαστε

Νύχτωσε νύχτα, νύχτωσε και σκέπασέ με
νύχτωσε νύχτα, νύχτωσε και παρηγόρησέ με

Μαργαριταρένια μου, φεγγαρολουσμένη
δεν ήξερες, δεν ήξερα και παιδευτήκαμε
αυτό που μας ανήκει το κάνουμε κομμάτια
δεν έφτανε η αγάπη που ορκιστήκαμε, χαθήκαμε

Νύχτωσε νύχτα, νύχτωσε και σκέπασέ με
νύχτωσε νύχτα, νύχτωσε και παρηγόρησέ με

Καινούριους φίλους και παρέες προσπαθήσαμε
πως θα 'ναι όλα πιο δύσκολα πρέπει ν' αποφασίσω
μ' απ' όλα περισσότερο αυτό που με πειράζει
είναι την απουσία σου πως πάω να συνηθίσω
πως πάω να συνηθίσω

Νύχτωσε νύχτα, νύχτωσε και σκέπασέ με
νύχτωσε νύχτα, νύχτωσε και παρηγόρησέ με

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011



Εκδίκηση-
Τάσος Λειβαδίτης
Φτύστε με
χτυπήστε με
ποδοπατήστε με
εγώ
κάθε βράδι
σας εκδικούμαι
καθώς
γυρίζοντας αργά
σπίτι μου
πιωμένος
ταπεινωμένος
πλαγιάζω αγκαλιά
μ’ ένα αηδόνι.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

βότσαλα στη θάλασσα


έφτιαξα αεροπλανάκι χάρτινο


Έγραψα με μαγικό μελάνι


Το έκρυψα στων ονείρων μου τα φτερά


Κι άρχισε να πετά


Οι λέξεις είναι χάρτινα καραβάκια


Ταξιδεύουν


Απ΄τα χείλη σου στα χείλη μου


Απ τα όνειρά σου


Στα όνειρά μου

Οι λέξεις μοιάζουν με πουλιά


Στέκονται καθημερινά


Στο μπαλκόνι σου


Και σου κελαηδούν


Σου μαρτυρούν τα ανείπωτα


Και τα απλά


Οι λέξεις είναι πετράδια πολύτιμα


Αν είσαι τυχερός τα βρίσκεις

Οι λέξεις είναι βότσαλα

Που ψιθυρίζουν στο νερό

Τους κύκλους της ζωής.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Σκιές ονείρου

  ο ήλιος πια   έχει μεταναστεύσει,
 κι  απλώθηκε  το μαυροσέντονο,
μέσα του καθρεφτίζεσαι ,
 σκιές αορίστου σκεπάζουν τον ενεστώτα
μα πού να πήγε ο ήλιος μου;
Μα πού να πήγε η ζωή μου;
σε τυλίγει μικρέ μου πρίγκιπα....
σε χωροχρονικό ταξίδι.
Θα ξημερώσει;
Φεύγει ο ήλιος για να ξανάρθει;ρωτάνε τα  μικρά παιδιά

-Στιγμιαίες ελπίδες,
απραγματοποίητες υποσχέσεις, 
στο σημείο εξάτμισης-
-Να προσέχεις.
-μη!
-Να ντύνεσαι καλά
-μη !
-να κοιμάσαι οχτώ ώρες
μη !
-Θα σ'άγαπώ  για ....
μη πεις τη λέξη!
-...πάντα....

με τη μνήμη οδηγό , έρχεται,
σε τούτη την πλευρά του φεγγαριού
-μια αμίλητη συνομιλία-
μα γιατί λιώνει;
μήπως για να μείνει
το σκοτάδι; εδώ;




Αστέρια που γελάνε

  Αντουάν ντε Σαιντ - Εξυπερύ, Ο Μικρός Πρίγκιπας




"Για όλους τους ανθρώπους τα αστέρια δεν είναι τα ίδια.
 Για εκείνους που ταξιδεύουν τα αστέρια είναι οδηγοί.
Για καποιους άλλους δεν είναι παρά μικρά φωτάκια.
 Για άλλους, που είναι σοφοί, είναι προβλήματα.
Για τον επιχειρηματία μου ήταν χρυσάφι.
 Όμως όλ' αυτά τ 'αστέρια σωπαίνουν.
 Εσύ θα έχεις τ' αστέρια που δεν έχει κανένας...
Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό τη νύχτα,
αφού εγώ θα μένω σ' ένα από αυτά,
αφού εγώ θα γελάω σ' ένα απ' αυτά,
θα είναι για σένα λοιπόν σαν να γελάνε όλα τ' αστέρια.
Εσύ θα έχεις αστέρια που ξέρουν να γελάνε."

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Το δάκρυ του ουρανού.


Στο τζάμι του παραθύρου οι σταγόνες της βροχής άρχισαν να χτυπούν σαν πατουσάκια που θαρρείς κρατούσαν ένα επαναλαμβανόμενο ρυθμό. 

Βρισκόταν στο κατώφλι κοίταξε τον ουρανό του θύμησε έναν άλλο ουρανό σε κάποιο άλλο σημείο τούτης της πόλης.

Ένα νεαρό κορίτσι ντυμένο με μια ελαφριά θαλασσί ζακέτα και μια κόkκινη ομπλέλα προχωρούσε βιαστηκά στο δρόμο ,χοροπηδώντας πάνω από τις μικρές λιμνούλες που η βροχή είχε δημιουργήσει.

 Έφερε στο νου του κάποια χρόνια ίσως αρκετά πριν τον εαυτό του να προχωρά προς την χαρά. Κάποιο άλλο κορίτσι έτρεχε χοροπηδώτας πάνω από τις λακούβες κρατώντας μια ομπρέλα βιαστικό με ροδοκόκκινα μάγουλα από το κρύο να τον συναντήσει. Μαζί να αγωνιστούν μαζί, να κατακτήσουν τον κόσμο.

Ήταν μια μέρα σαν κι αυτή που ο ουρανός δάκρυζε από χαρά, τούτη τη φορά , η αιτία ήταν άλλη. Γιατί να κλαίει άραγε ο ουρανός;

Πέρασε τα τρεμμάμενα δάχτυλα πάνω στα μελαγχολικά ρυάκια του τζαμιού. Ακούστηκε ένα πνιχτός ήχος, σαν ξεκούρδιστο βιολί ακούμπησε το αυτί στο κρύσταλο να μάθει τί μαντάτο του έφερναν οι στάλες.

Η βροχή δυνάμωνε  σχεδόν δεν έβλεπε έξω μόνο διέκρινε την κόκκινη  βιαστική ομπρέλα, αναρρώτήθηκε αν και τούτο δω το πλάσμα είχε την ίδια μοίρα. Τη μοίρα της βροχής.

Τι όμορφες που δείχνουν οι γυναίκες στη βροχή, σαν προσπαθούν να μη λερώσουν τα παπούτσια τους!

Ήθελε να βγεί να ακολουθήσει με το βλέμμα μα δεν είχε τη δύναμη.... θαρρείς τα δάκρυα του ουρανού κατέβηκαν στο δικό του σώμα.

Έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε. Πόση ελπίδα,πόσα όνειρα δειλά, έκανε κάτω απ΄τη βροχή. Ήθελε να μπει στην κάψουλα του χρόνου, να αποφάσιζε αλλιώς με γνώμονα την κόκκινη ομπρέλα.

Κι έβλεπε μπροστά του λιβάδια λουλουδιασμένα, παιδιά γελαστά , γέροντες σοφούς ευτυχισμένους. Ανθρώπους τίμιους,ξεκάθαρους, δίχως γιρλάντες και χαρτοπόλεμους με λατρεία για τον τόπο και το διπλανό. Ανθρώπους που δεν περιμένουν τίποτα ως αντάλλαγμα , παρά μόνο το γλυκό ήχο της βροχής στο τζάμι.

Σκέφτηκε πως ίσως εκείνος πιά δεν μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο μα θα άλλαζε αυτός΄ ... κατέβηκε στο δρόμο δίχως να τον νοιάζει η βροχή που μούσκευε το κοστούμι...ήταν πια χαρούμενος ήταν κι αυτός ένα με τούτα τα παιδιά της βροχής....  και ήταν όλοι τους εκεί περιμένοντάς τον....



Δε Γυρεύω Ξένο

 Δε Γυρεύω Ξένο - Χατζόπουλος Κωνσταντίνος

Δε γυρεύω ξένο, δε ρωτάω κρυφό,
δε γυρεύω χάρη.
Κάτι μου 'χουν πάρει μες απ' τη ψυχή
κάτι μου 'χουν πάρει.

Και δεν ήταν ούτε ξωτικιά
και δεν ήταν χέρια
κι ήταν ένα βράδυ που 'παιζαν θολά
στο γιαλό τ' αστέρια.

Κι ήρθε ένας αγέρας κι ήρθ' ένας βοριάς
κι ήρθ' ένα σκοτάδι,
-ω αδερφή, χαμένο κάποιο θησαυρό
που θρηνούμ' ομάδι.

Μες στο κύμα ανοίγει δρόμο μυστικό
δείχνει το φεγγάρι...
Κάτι μου 'χουν πάρει μες απ' τη ψυχή,
κάτι μου 'χουν πάρει.

Για τους ταξιδευτές μας



Του Αη Νικόλα σήμερα, καλοτάξειδες και καλοτάξειδοι να είναι
 όσοι καταφέρνουν να μας ταξειδεύουν με τα πλοία των ονείρων μας.

  'Οσοι μπορούν να ταξιδεύουν και να εξερευνούν τόπους,
μακρινούς και κοντινούς, παλιούς προορισμούς
και απάτητους δρόμους,
που πάντα καταφέρνουν κάθετί να το κοιτούν
με τη θωριά του άγουρου,
 του αμούστακου
 ανακαλύπτοντας νέους τρόπους
να αντιλαμβάνονται και να ονειρεύονται
όσα ο νους τους χωράει κι ακόμα παραπάνω.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Μυστικά σημάδια...

2 Απριλίου 2011





...βραχνές φωνές...τιτιβίσματα μυστικά σημάδια...
στων δρόμων μια αρχή...πλησίασαν το βλέμμα μου...
ξεκούμπωσαν λευκά όνειρα...
τύλιξαν την σκέψη... εκεί κάπου σε συναντώ...Απρίλη του 2011
καθώς ανακατεύτηκες με την βροχή...
Μυστικά σημάδια... ξόδεψαν την ζωή τους...
Μυστικά σημάδια...
οδήγησαν την δική μου

μικροί ιπτάμενοι μετανάστες ..πάντα βρίσκουν το δρόμο για τις ζεστές εστίες.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Πρώτη Δεκέμβρη ημερολόγιο ψυχής .

O χρόνος λένε κυλάει γρήγορα, δεν ξέρω , ίσως. Σαν όμως ο χρόνος κυλάει έχοντας χάσει κάτι, οτιδήποτε , από κάποιο αγαπημένο σου άτομο, μέχρι τη δουλειά, το σπίτι, τα δικαιώματά σου, μετά την πρώτη θλίψη, τη  στενοχώρια, την οργή ίσως, για το συχνά απρόσμενο αυτό γεγονός , για αυτή την σημαντική απώλεια ή και σημαντική αλλαγή στη ζωή ,τότε τα συναισθήματα σε κατακλύζουν.
Από την πλήρη  απελπισία,  την μη αποδοχή της απώλειας , την "σκοτεινή" ελπίδα ότι δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, μέχρι την άρνηση της συνέχισης της ζωής.
Διανύουμε μια εξαιρετικά τραγική και δύσκολη για όλους τους γύρω μας, αλλά και για μας τους ίδιους περίοδο, μέχρι να καταφέρουμε,αν ποτέ το καταφέρουμε να αποδεχθούμε το γεγονός. Ψάχνουμε ένα ψέμα να κρεμμαστούμε πάνω του,  να αρνηθούμε το γεγονός. Ανάλογα με το πόσο σημαντική και υπό ποιές συνθήκες συνέβει  αυτή η απώλεια, τα συναισθήματά μας ποικίλουν σε ένταση και βαρύτητα 

Χάνοντας κάτι αιφνιδιαστικά οι πληγές είναι μεγάλες και ανεπανόρθωτες συχνά,  και η διαδικασία  επαναδραστηριοποιησης φαντάζει μια ουτοπία, ίσως μάλιστα κι ένα μέρος του εαυτού μας  να πεθαίνει σε κάθε  σημαντική απώλεια ,    κάνει προσπάθειες να ζωντανέψει μα αυτό δεν είναι δυνατό και θα πρέπει να το αποδεχθούμε ...
....κανονικά έτσι θα έπρεπε μα τούτο δεν είναι εύκολο. Τα μαλλιά σου ασπρίζουν με τη μια , τα μάτια σου γεμίζουν ρυτίδες,  το δέρμα σου ξεραίνεται...Το ξαφνικό σοκ σου κόβει τα πόδια, σε καταβάλλει , καταρρέεις , θρήνος  βουβός, εύχεσαι να μην είναι τίποτα αλήθεια , απογοητευέσαι πρώτα απ΄όλα με τον εαυτό σου, μετά φοβάσαι , νομίζεις ότι δεν αξίζεις , δεν θέλεις να αποδεχθείς ακούς τη λέξη ανανέωση και νομίζεις ότι πρόκειται για κάποιο κακόγουστο αστείο...
....δεν θες να φας, δεν θες να κοιμηθείς, δεν θες να μιλησεις, ούτε καν να πλυθείς. 
 Θες να ελέγξεις τα πράγματα, μα δεν μπορείς, είναι πολύ πέρα από τις δυνάμεις σου , Κλαις βουβά δεν θες να λυπείς τους γύρω σου, όσα πριν σου δίναν χαρά τώρα είναι αδιάφορα, θες να τελειώνεις μα ξέρεις πως δεν πρέπει.
Ψάχνεις από κάπου να πιαστείς , μην σωριαστείς, να μην γκρεμοτσακιστείς, το σκέφτεσαι συχνά και παίρνεις ένα μολύβι κι ένα χαρτί ή ίσως ένα πληκτρολόγιο, μιλάς με έναν άλλο εαυτό για ότι πολύ αγαπάς  κι εκεί που γράφεις,, βρίσκονται δυο τρεις άγνωστοι άνθρωποι που διαβάζουν όσα λες και δίχως να σε ξέρουν σου λένε μια κουβέντα που σε ξυπνά από το λήθαργο....
.... δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό, μα εγώ σήμερα πρωτομηνιά λέω, να σας ευχαριστήσω, όσους δίχως να το ξέρετε μου δώσατε μια κλωστή να κρατήθω ..


κάθε φορά που φτάνεις, όπου φτάνεις
είναι μονάχα για να βεβαιώσεις πως τούτος ο τόπος
είναι ο τόπος σου η αληθινή πατρίδα σου.....τ.τ.ν

 

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Αστερόσκονη


Κάπου στο παγωμένο πρωινό. Άνοιγε το παράθυρο, μπας και διευκολύνει την έβλεπε στο βάθος να τρεμοσβήνει μια αχνή αχτίνα. Ήθελε να κατευθυνθεί προς τα εκεί μα κάθε που το αποφάσιζε κείνη έσβηνε Έμενε να περιμένει μέσα  πορεία των γραμμάτων, κάποια πουλιά μέσα στη χαραυγή έδιναν μια στάλα ελπίδα. Μα σαν ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα,τα σύννεφα πάλι απειλητικά σκεπάζαν τον ουρανό. Βίαιες ώρες....

Αγάπη-Κώστας Ουράνης

Αγάπη-Κώστας Ουράνης
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα•
αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει,
δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα θε να σου κλείσει απαλά,
με τ' άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει:
«ποιά είμ' εγώ;»
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς...
Αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει.
Κλειστά όλα να 'ναι,
θα τη δεις άξαφνα μπρος σου
 να βρεθεί κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό,
 το σπίτι για να την δεχτείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ' αυτήν,
 κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει - αλλιώς θα προσπεράσει.

Mujer azul Yannis Ritsos


click to create your own
La mujer azul Se mojó la mano en el mar. Se volvió azul, la mano. Le gustó. Se zambulló desnuda en el mar. Se volvió azul. Azules también su voz y su silencio. La mujer azul. Todos la admiraron. Nadie la amó. (Versión de Román Bermejo) YANIS RITSOS (Γιάννης Ρίτσος) (Grecia, 1909-1990)

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011



Ντύθηκα τον αφρό σου και αφέθηκα στον άνεμο να με ταξιδέψει πέταξα πάνω απ΄τον άφρό των κυμάτων σου, άγγιξα κείνα τα ίχνη, τα  καμωμένα με δύο δάχτυλα στην άμμο κείνα  τα δάχτυλα που άγγιξαν μιά καρδιά αιώνες τώρα.


Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Thalasssa

κι όταν έλειπε η θάλασσα ήταν κοντά μας ο Θεός.-Γ.Σαραντάρης-Άλλοτε η θάλασσα

Oblivion Beach


Δημουλά -Oblivion Beach


Αργά κωπηλατεί ο ήχος της θαλάσσης,

αργά μπαίνει η θάλασσα

στο κοπιώδες μέγεθός της,

κορόιδο μέγεθος:

το πετσοκόβει η νύχτα,

μένει όσο το θέλει η ακοή

κι όσο μια ασημένια επωμίδα

όποτε βγει φεγγάρι.

Βουνά μπαταρισμένα ακόμα στο άφεγγο

Σκόρπια κράνη που επιπλέουν.

Οι κορυφές, γριές καμπούρες μακρυνότητες,

Αχνό ξεδιπλωμένο καρδιογράφημα,

Αρρυθμίες του ύψους και της πέτρας.

Θάλασσα, βουνά και ουρανός

Μια πηχτή ανόητη ενότης.

Και να’ θελε να υπάρξει ορίζοντας

Σκαλί δεν θα’χε να πατήσει.
φώτο από το google

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

...την είδα πριν λίγο να περνά, δεν άντεξα, έτρεξα και την ρώτησα αν κάτι σοβαρό της συμβαίνει. Κι εκείνη αφού με ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον μου είπε "Κόρη μου να προσέχεις, να βλέπεις μόνο με τα μάτια της καρδιάς και όχι με τ'αυτιά σου.
Μου 'πε πως όσοι της είχαν υποσχεθεί πως θα ΄ταν  στα δύσκολα κοντά της, λακίσανε σαν ποντικοί στην πρώτη δυσκολία κι ότι πολύ την πείραξε η αδιαφορία.
Λυπήθηκε μου είπε ,που σε άλλους, σχεδόν άγνωστους ανθρώπους, συμπαραστέκονται, ακόμα και φιλανθρωπίες κάνουν, τους στηρίζουν, κι αυτή που ήταν υποτίθεται η ζωή τους όλη ,την άφησαν να σέρνεται.
Πως κάποτε τρoμάξανε και λίγο την κοιτάξαν μα ήταν κοίταγμα λοξό κι αφού εσιγουρευτήκανε πως προσπαθεί να ζήσει επέστρεψαν στην αδιαφορία τους , γιατί ψυχή στ΄αληθεια δεν είχαν, παρά μόνο ένα άδειο κουτί..εγώ όρκο δεν παίρνω μα ,έτσι μου είπε αυτή που στα τυριά μπροστά δακρύζει, σε κείνα που την μάθανε ....

Κώστας Ουράνης-Περαστικές




Περαστικές- Κώστας Ουράνης
Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην αναμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!

κοχύλι στο χέρι


  Ήταν σφαλισμένα τα πορτοπαράθυρα όλα,  ζωὴ ἐνδόμυχη έκανε , σαν τις αστουριανές Ayalgas,τις νύμφες των δασών  που φυλάσσουν τους θησαυρούς του,  κάτω από το άγρυπνο μάτι των ερπετών. 

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Words rain


Περπάτησα σε μια ακτή, γεμάτη άμμο και κοχύλια, γεμάτη φύκια που τα ξέβρασε η θάλασσα , αναλύοντας την κάθε σκέψη το κάθε βήμα.  «εφλοίσβιζε μελαγχολικώς φωσφορίζον το κύμα» όπως λέει  ο Παπαδιαμάντης στο  διήγημά του «Έρως – Ήρως».
Αυτός ο ήχος με συντρόφεψε όλη μου την ζωή, προσπαθούσα και ακόμα προσπαθώ να αναλύσω κάθε του μήνυμα.  Δύσκολη δουλειά η αποκρυπτογράφηση χρειάζεται φαντασία , αγάπη και να κλέισεις τα μάτια . Ναι όταν τα μάτια κλείνουν, το μυαλό δραπετεύει σώζεται η ψυχή και το σώμα.
Αχ, και  να μπορούσα να γράφω έτσι που τα γράμματα να γίνονται λέξεις και οι λέξεις προτασούλες δίχως κόμα και τελεία δίχως θαυμαστικά και ερωτηματικά. Να μπουν  όλες μαζί σε ένα μπαλόνι  σ' ένα αερόστατο και να αρχίσουν να πετούν να ανεβαίνουν ψηλά να φτάσουν όσο ψηλά ονειρεύεται η ψυχή και ύστερα να πιάσει μια βροχή από λέξεις να πέφτουν όλες πάνω στα κεφάλια μας να ξεγλυστρούν στις υδροροές, να ταξιδεύουν σαν καραβάια καμωμένα από χαρτί στα μικρά ρυάκια διπλα στα πεζοδρόμια , να φωνάζουν , οι λεξούλες μου και χαρούμενες που θα έχουν ακουστεί να ξεκινούν για κείνο το μακρύ ταξίδι στους ωκεανούς, «μα εγώ γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάμματα»
foto de google.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

προορισμός

 το γαλάζιο ατενίζοντας πέλαγος
και τον καπνό ενός πλοίου
  κείνου του ίδιου καραβιού ΄...
που μια βραδιά τον πήρε

κι ήταν πάλι η μέρα νωτισμένη,
κι ήταν τα χέρια ανήσυχα , διστατικά,

και η καρδιά ασταμάτητα  και απαιτητικά
.... να εκλιπαρεί

Φόρεσε το λευκό το ρούχο
το  ματωμένο  στης καρδιάς το μέρος 
κι άρχισε να πετά πάνω από
τα σαράντα κύμματα τα μαγικά 
 
τους  κήπους της Εδέμ τους κρεμμαστούς
στο μουράγιο,κοντοστάθηκε
στο ξωκκλήσι,   κερί άναψε ένα
και είδε μες στο φως του
 όλα τα  όνειρα, τα ναυαγισμένα
και τις φωνές των πνιγμένων κι άκουσε ,
μέσα σε φλόγες και ουρλιαχτά,
τη γη να γυρνάει είδε κάπου εκεί

το χρόνο να φεύγει είδε πλημυρρισμένος
σ' αλμυρά της ποτάμια μέσα
 στο μαξιλάρι  βουτηγμένος
.