Ήταν 20 του Απρίλη και ήταν νύχτα της Ανάστασης του 1922
που ήρθε στον κόσμο ο Τασος Λειβαδίτης.Με σπουδές στη Νομική και έντονη
πολιτική δραστηριότητα , αριστερός , εξόριστος σε όλα τα «κέντραφιλοξενίας»των
απανταχού διαφορετικών ανθρώπων. Σαν και αυτά που ετοιμαζουν για τους μετανάστες
και ίσως αργότερα για τους γηγενείς αντιφρωνούντες.
Η πρώτη
μου επαφή με την ποίση του Τάσου Λειβαδίτη, έγινε, σίγουρα μέσα από τους
στίχους της «Δραπετσώνας» όταν «Βρέχει στη φτωχογειτονιά»κάθε «Σαββατόβραδο»
που μελωποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης
Ύστερα ήρθε ο Μέγας έρωτας η αγάπη που με
παρακίνησε κι άρχισα να διαβάζω ποίηση για να αποδώσω ότι ένιωθα και με
εξέφραζαν οι στίχοι του απόλυτα. Εκείνος διαβαζε Ρίτσο και Ελύτη .Εγώ Λειβαδίτη
και Ψυχολογία να λύσω τα «αχραντα» μυστήρια του ανθρώπου.
Νοσηλευόταν τότε στο
Νοσοκομείο και κάποιος δικός μου που εργαζόταν εκεί είχε πει ότι «νοσιλεύεται ο
ποιητής Λειβαδίτης και άρχισα το ψάξιμο . Μου ταίριαζε η ποίησή του και
συνεχίζει να μου ταιριάζει. Ποίηση του επαναστάτη μεν ποιήση γήινή δε, εξυμνεί τον
έρωτα τη γυναίκα . Ποιήση «επουράνια» , αναζήτησης του ανθρώπου ,της ψυχής .
Κανεὶς δὲν εἶναι μόνος
«Ήρθα», έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ᾿ όλο που δεν
……σε περίμενε κανείς.
όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μιὰ βαθύτερη απάντηση.
Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου
Ο
θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγού.
Τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας
για να κλαίνε.
Φυσάει.
Τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκαλιά μας
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
Τα παραμύθια είναι τυφλά
Φυσάει
Φυσάει μέσα από τα τρύπια βρακιά των ανέργων
Φυσάει
Φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού
Ο άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπα
Παρασέρνει τη σκόνη απ’ τα πεδία των μαχών
Αυτή η σκόνη θάβει σιγά σιγά την Ευρώπη
Τα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμο
Εις τους αιώνας των αιώνων
Ερχόμαστε
Παραμερίστε
Κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει μεγαλώνει.
Τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας
για να κλαίνε.
Φυσάει.
Τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκαλιά μας
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
Τα παραμύθια είναι τυφλά
Φυσάει
Φυσάει μέσα από τα τρύπια βρακιά των ανέργων
Φυσάει
Φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού
Ο άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπα
Παρασέρνει τη σκόνη απ’ τα πεδία των μαχών
Αυτή η σκόνη θάβει σιγά σιγά την Ευρώπη
Τα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμο
Εις τους αιώνας των αιώνων
Ερχόμαστε
Παραμερίστε
Κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει μεγαλώνει.
12
Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα
ʽρθουν να τελειώσουν.Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου για κει-
νες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.
απλά.
Απάντηση
«Μα πως περπατάς επί των κυμάτων;» ρώτησα.
«Μα πως περπατάς επί των κυμάτων;» ρώτησα.
«Έχασα το δρόμο» μου λέει.
Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
Γι' αυτό, για να σε συναντήσω
Γι' αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου
Γι' αυτό, για να σε συναντήσω
Δεν έχει αρχή και τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου