Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012


Μια μικρή πριγκίπισσα γεννημένη στις εφτά θάλασσες μπήκε ένα μεσημέρι ξυπόλυτη  στη βαρκούλα της , που είχε το χρώμα του δειλινού , κι άρχισε να’ αρμενίζει στο αρχιπέλαγος.

Ολόκληρες  χιλιετηρίδες  στα γαλανά νερά αρμένιζε,ακολουθώντας  την πορεία που έγραφαν οι προπέλες  των μεγάλων καραβιών, φορτωμένα  με  ταξιδιώτες  κι  εμπορεύματα . Φορτωμένα αγωνίες και λαχτάρες , έρωτες και λύπες , μελωδίες και ψυχές.

Τραγουδούσε κι εκείνη μέσα στη σιωπή της στα  δελφίνια  και  τα χελιδονόψαρα. Καρτερικά σαν έπιανε φουρτούνα απάγκιαζε  σε  θαλασσοσπηλιές.Ταξίδεψε σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα. Είδε ανθρώπους χαμογελαστούς , ανθρώπους σκυθρωπους. Έβλεπε  ανθρώπους λέφτερους , να προοδέυουν, κι άλλους καταπιεσμένους να μάχονται για την ανεξαρτησία τους. Παιδάκια με πρόσωπα γελαστά , παιδάκια πεινασμένα , έβλεπε γυναίκες στον αργαλείο να υφαίνουν  στρωσίδια και βούργιες και να γλυκοτραγουδούν " Πέτα σαΐτα μου γοργή πέτα χρυσό μου χτένι ..."κι άλλες φορές τις έβλεπε ντυμένες μες τα μαύρα να ρίχνουνε στη θάλασσα λουλούδια φαρμακωμένες από της μοίρα τους τα γραφτά.
Γνώριζε τους  κινδύνους,  του να ξανοίγεσαι στα πέλαγα μονάχος, μα ήταν τόση η λαχτάρα της και η θέλησή της να γνωρίσει τον κόσμο που την έκαναν πολύ γενναία.
Είχε το χάρισμα να διαισθάνεται τα γεγονότα ,λες και αυτά είχαν την δύναμη να αντηχούν στα πέρατα του κόσμου και να φτάνουν στο νου της. όταν ήταν να συμβεί κάποιο κακό το ένιωθε, το ζούσε και τότε έσφιγγε στα χέρια της ένα κοχύλι και μια πέτρα παρακαλούσε να πέσει το κακό στην απέραντη θάλασσα κι όχι στους ανθρώπους.
 Περνούσαν οι μέρες , περνούσαν οι μήνες κι εκείνη με το λευκό πανάκι της προσπαθούσε να νικήσει τους φόβους της , τους εφιάλτες της να γίνει πιο δυνατή και γενναία ωστε να μπορέσει να γυρίσει μια μέρα στο παλάτι της. Γιατί στο βασίλειό της μόνο όσες κατάφερναν να αντιμετωπίσουν το θεριό γινότανε βασίλισσες.

Μια μέρα συνάντησε  μια γλυκιά σειρήνα , πανέμορφη , εκλεπτυσμένη με όλες τις χάρες του κόσμου, είχε την ικανότητα να σκαρφαλώνει ψηλά , να αντιμετωπίζει με θάρρος τις δυσκολίες , είχε γλυκιά φωνή σαν γάργαρο νερό και γλυκοτραγουδούσε τόσο που σώπαιναν τα αηδόνια πολλες φορε΄ς μίλια μακριά. Της  ελλειπε όμως  η πιό σημαντική χάρη εκείνη που....που πότέ της δεν θα έβρισκε όσα τραγούδια γλυκά κι αν έλεγε.  Για το λόγο αυτό πολλές φορές κατέβαινε στα πέλεαγα κι όταν συναντούσε κάποιον με αυτή τη χάρη μεταμορφωνόταν σε θεριό , με δέκα πλοκάμια , άρπαζε τον άνθρωπο και τον φυλάκιζε μέχρι να καταφέρει να του αρπάξει την ΄χαρη. όμως πολλές φορές οι άνθρωποι προτειμούσαν να βουλιάξουν το βυθό παρά να τους αρπάξει εκείνη.
Έτσι έλεγαν οι παλιές , έτσι εξιστορούσαν οι γιαγιάδες γι αυτό κι άμα κανείς μπαρκάριζε του δίνανε για φυλαχτό ένα κοχύλι και μια πέτρα για να προτειμήσει να πνιγεί πανά να υποδουλωθεί. Αυτό της είχε δώσει και η δικιά της η γιαγιά σαν μπάρκαρε κείνη τη μέρα.
Η πριγκίπισσα θυμήθηκε ότι η γιαγιά τις είχε πει ,οι μνήμες εγιναν ταξιδευτές της σκέψης της , έσφιξε γερά τη σκότα στο ένα  χέρι μπας και κρατήσει την ψυχή της Στο άλλο το φυλαχτό της, εκείνο που η σειρήνα όσο πιο ψηλά  ανέβαινε τόσο έχανε.
 Πάλεψαν ίσως η πάλη να κράτησε αιώνες ή και έτη φωτός, η νεαρή πριγκίπισα  έχασε τα κουπιά της , η βάρκα της έμπαζε νερά , έχασε και το φως της ,μα δεν παραδίνόταν κρατούσε χερά στο χέρι της , της γιαγιάς τη ευχή,  και τότε η Ταξιδεμένη  μικρή   ψηλάφισε με τα μάτια  της ψυχής της το σκοτάδι κι έριξε στη θάλασσα  την πιο δυνατή  ευχή της  και γέμισε η θάλασσα γέφυρες απο  μοσχολούλουδα που εκείνη πια δεν έβλεπε , δεν μύριζε  μα λέγεται ότι όποιος περνάει από κείνο το σημείο τη βλέπει, την ακούει να εύχεται από ψυχής «» καλό ταξίδι στους ταξιδευτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: