Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Πού κάθονται οι Γοργόνες;


Αποσπάσμα από το « Όλα όσα πραγματικά χρειάζεται να γνωρίζω τα έμαθα στο νηπιαγωγείο» του Robert Fulghum

Γίγαντες , Μάγοι, και Νάνοι ήταν ένα παιχνίδι που θα παίζαμε. Ήμουνα επιφορτισμένος με την απασχόληση  ογδόντα παιδιών,  μεταξύ επτά και δέκα ετών, ενώ οι γονείς τους απουσίαζαν για τις υποχρεώσεις τους.  Έπρεπε  λοιπόν να διαμορφώσω  ομάδες  παιδιών ώστε να μπορέσουμε να παίξουμε στο χώρο εκδηλώσεων της εκκλησίας

Τους εξήγησα λοιπόν τους κανονισμούς του παιχνιδιού..

Πρόκειται για μια παραλλαγή  του γνωστού παιχνιδιού «Πέτρα, Ψαλίδι Χαρτί» και απαιτεί  σε μια δεδομένη στιγμή να λαμβάνονται συγκεκριμένες αποφάσεις.. Αν και   το συγκεκριμένο αντικείμενο του παιχνιδιού ήταν να κάνουμε θόρυβο και να τρέχουμε πάνω κάτω κυνηγώντας ο ένας τον άλλον μέχρι που κανείς δεν θα ήξερε σε ποιά ομάδα ανήκει  ή ποιός κερδίζει.

Το να οργανώσει κάποιος παιδάκια σε ομάδες σύμφωνα με την προσωπικότητά τους , σε μια κατάμεστη αίθουσα και να εξηγήσει τους κανονισμούς του παιχνιδιού, δεν είναι αστείο πράγμα, αλλά το κάναμε με καλή θέληση και ετοιμαστήκαμε να ξεκινήσουμε το παιχνίδι.

Όταν το παιχνίδι είχε φτάσει στο ζενίθ εγώ φώναξα:

-Πρέπει να αποφασίσετε αμέσως τί είσαστε!! ΓΙΓΑΝΤΑΣ , ΜΑΓΟΣ ή  ΝΑΝΟΣ!!

Ενώ διαμορφώνονταν οι ομάδες με φρενήρη ρυθμό,    ένιωσα κάποιον να με τραβάει από το πατζάκι του παντελονιού μου.
Μια μικρούλα με κοιτούσε και με ρώτησε με μια ανήσυχη φωνούλα:

- Πού στέκονται οι Γοργόνες;
Μεγάλη σιωπή Μιαπολύ μεγάλη σιωπή. 

- Πού στέκονται οι Γοργόνες;-της λέω

- Ναι. Κοιτάχτε , εγώ είμαι μια Γοργόνα.

- Δεν υπάρχουν Γοργόνες.

- Μα εγώ είμαι Μία!

Δεν την ενδιέφερε να είναι Γίγαντας ή Μάγος ή Νάνος.
Γνώριζε ποιό ήταν το «είδος της». Γοργόνα.
Επιπλέον δεν ήταν διατεθημένη να εγκαταληψει το παιχνίδι και να σταθεί στον τοίχο όπως έκαναν οι χαμένοι. Ήθελε να συμμετάσχει στο παιχνίδι μέσα απο την  ομάδα που θα ταίριαζε περισσότερο με τις Γοργόνες
δίχως να απαρνηθεί την αξιοπρέπειά της, ούτε την ταυτότητά της.
 Θεωρούσε δεδομένο ότι υπήρχε κάποια ομάδα όπου θα μπορούσαν να ενταχθούν οι Γοργόνες και ότι εγώ γνώριζα ποιά ήταν αυτή η ομάδα.

Λοιπόν σε ποιά πλευρά κάθονται οι Γοργόνες;

Όλες οι Γοργόνες, όλοι όσοι είναι διαφορετικοί και δεν μπορούμε να τους προσαρμόσουμε στον γενικό κανόνα ,δεν εντάσσονται στις διαθέσημες κατηγορίες;
Απάντησε αυτή την ερώτηση και θα μπορέσεις να χτίσεις ένα σχολείο , ένα έθνος ένα κόσμο ολόκληρο.
Ποιά είναι λοιπόν η απάντησή μου; Κάθε φορά λέω αυτό που ταιρίαζει στην περίπτωση.
- Η Γοργόνα πρέπει να καθίσει εδώ, δίπλα στον Βασιλιά της Θάλασσας – της λέω


 (Ναι, δίπλα από το γελωτοποιό του βασιλιά , σκέφτηκα.)

Θα μείνουμε εκεί επιβλέποντας τα στρατεύματα των Μάγων, των Γιγάντων και των Νάνων καθώς θα τρέχουν ανακατεμένα.
Μια που τό ‘ φερε ο λόγος, δεν είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχουν Γοργόνες. Εγώ
προσωπικά γνωρίζω μία τουλάχιστο.

Την έχω κρατήσει από το χέρι. (μτφ.δική μου)

¿Dónde han de estar las Sirenas?


Fragmentos de “Todo lo que realmente necesito saber
lo aprendí en el parvulario”

Robert Fulghum




Gigantes, Brujos y Enanos era el juego al que se iba a jugar.

Encargado de unos ochenta niños de entre siete y diez años, mientras sus padres estaban realizando tareas propias de su condición de padres, hice formar a mis tropas en el salón de actos de la iglesia y les expliqué el juego. Es una versión a gran escala de Piedra, Papel y Tijeras, y requiere cierta toma de decisiones intelectual. Pero el verdadero objetivo del juego es hacer mucho ruido y correr de un lado a otro persiguiéndose hasta que nadie sabe de qué bando está o quién ha ganado.

Organizar todo un salón lleno de pequeños estudiantes encerrados allí en dos equipos, explicar los rudimentos del juego, lograr un consenso sobre la identidad del grupo, todo esto no es grano de anís, pero lo hicimos con buena voluntad y nos dispusimos a iniciar el juego.

La excitación de la caza había alcanzado un punto crítico. Yo grité:
- Tenéis que decidir ahora lo que sois: ¡un GIGANTE, un BRUJO o un ENANO!
Mientras se formaban los grupos, consultando frenéticamente en voz baja, sentí que alguien tiraba de la pernera de mi pantalón. Una niña pequeña me está mirando y me pregunta, con una vocecilla preocupada:
- ¿Dónde han de estar las Sirenas?
Una larga pausa. Una pausa muy larga.
- ¿Dónde han de estar las Sirenas? -le digo.
- Sí. Mire, yo soy una Sirena.
- Las Sirenas no existen.
- ¡Oh, sí, yo soy una!
No le interesaba ser un Gigante, un Brujo o un Enano. Sabía cuál era su categoría. Sirena. Y no estaba dispuesta a abandonar el juego y plantarse contra la pared, como habían de hacer los perdedores. Quería participar, en el bando al que se adaptasen mejor las Sirenas en el esquema del juego. Sin renunciar a su dignidad ni a su identidad. Daba por sabido que había un lugar para las Sirenas y que yo sabría dónde estaba.


Bueno, ¿de qué bando ESTÁN las Sirenas? ¿Todas las “Sirenas”, todos los que son diferentes, los que no se adaptan a la norma y no aceptan los compartimentos y las casillas disponibles?
Contesta a esta pregunta y podrás construir una escuela, una nación o un mundo sobre ello.
¿Cuál fue entonces mi respuesta? De vez en cuando digo la cosa adecuada.
- La Sirena debe estar aquí, ¡junto al Rey del Mar! -le digo. (Sí, junto al Bufón del Rey, pensé.)
Y allí nos quedamos, tomados de la mano, revisando las tropas de Brujos y Gigantes y Enanos mientras corrían desordenadamente.
A propósito, no es verdad que las sirenas no existan. Conozco personalmente al menos a una. La he tenido tomada de mi mano.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Μαθαίνεις




 
 
Χόρχε Λούις Μπόρχες - Μαθαίνοντας

Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.
...

Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια

Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια

 …και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις

Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη

Και ότι, αλήθεια, αξίζεις

Και μαθαίνεις… μαθαίνεις

…με κάθε αντίο μαθαίνεις

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012




Με ένα ζευγάρι γυαλιά
πράσινα κόκκινα μπλέ ίσως και πορτοκαλί
Κοιτούσες τον κόσμο χρόνια τώρα
Κι ύστερα ήρθαν ,
οι πρεσβυωπίες , οι καταρράκτες ,τα γλαυκώματα
Μα πριν σε είχε προλάβει το μνημόνιο κι έτσι
Μην έχοντας  χρήματα καινουρια ν’ αγοράσεις
πέταξες και τα παλιά

Έβλεπες πια ξεκάθαρα...

 

(….Διαβάζοντας ένα κείμενο από το manivesto
 μιλώντας με άτομα που νιώθουν «προδωμένοι» από όσα πίστεψαν)

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Alfonsina y el mar


 
"Ενας θεός ξέρει ποιά αγωνία σε συντρόφεψε
ποιoύς παλιούς πόνους σιώπησε η φωνή σου
για να σε ξεκουράσει νανουρίζοντας με το τραγούδι
των θαλασσινων κοχυλιών
Το τραγούδι που λέει το κοχύλι
στο σκοτεινό βυθό της θάλασσας"


Υπέροχη κρυστάλλινη η φωνή της Mercedes Sosa -που κάποτε είχα την τύχη να την δω και να την ακούσω να τραγουδάει - την δημιουργία των Αriel Ramirez και Felix Luna  "Η Αλφονσίνα και η Θάλασσα"  που  εμπνευστηκαν από τον Θάνατο της ποιήτριας Αλφονσίνα Στρόνι που αυτοκτόνησε βαδίζοντας  μέσα στη θάλασσα σε μια παραλία της Αργεντινής. Η ποιήτρια την προηγούμενη είχε στείλει τον ποιήματης «Πάω να κοιμηθώ» στην εφημερίδα La Nación

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Sólo vine a hablar por teléfono

Καλήμέρα σας σήμερα σκέφτηκα να αναρτήσω ένα όμορφο κείμενο του Gabriel García Márquez , αργότερα θα αναρτήσω και το ελληνικό κείμενο.
 

Sólo vine a hablar por teléfono ~~~Gabriel García Márquez~~
(Aracata, Colombia 1928—)

 
 



Una tarde de lluvias primaverales, cuando viajaba sola hacia Barcelona conduciendo un automóvil alquilado, María de la Luz Cervantes sufrió una avería en el desierto de los Monegros. Era una mexicana de veintisiete años, bonita y seria, que años antes había tenido un cierto nombre como actriz de variedades. Estaba casada con un prestidigitador de salón, con quien iba a reunirse aquel día después de visitar a unos parientes en Zaragoza. Al cabo de una hora de señas desesperadas a los automóviles y camiones de carga que pasaban raudos en la tormenta, el conductor de un autobús destartalado se compadeció de ella. Le advirtió, eso sí, que no iba lejos.
—No importa— dijo María—. Lo único que necesito es un teléfono.
Era cierto, y sólo lo necesitaba para prevenir a su marido de que no llegaría antes de las siete de la noche. Parecía un pajarito ensopado, con un abrigo de estudiante y los zapatos de playa en abril, y estaba tan aturdida por el percance que olvidó llevarse las llaves del automóvil. Una mujer que viajaba junto al conductor, de aspecto militar pero de maneras dulces, le dio una toalla y una manta, y le hizo un sitio a su lado. Después de secarse a medias, María se sentó, se envolvió en la manta, y trató de encender un cigarrillo, pero los fósforos estaban mojados. La vecina de asiento le dio fuego y le pidió un cigarrillo de los pocos que quedaban secos. Mientras fumaban, María cedió a las ansias de desahogarse, y su voz resonó más que la lluvia y el traqueteo del autobús. La mujer la interrumpió con el índice en los labios.
—Están dormidas— murmuró.
María miró por encima del hombro, y vio que el autobús estaba ocupado por mujeres de edades inciertas y condiciones distintas, que dormían arropadas con mantas iguales a la suya. Contagiada de su placidez, María se enroscó en el asiento y se abandonó al rumor de la lluvia. Cuando despertó era de noche y el aguacero se había disuelto en un sereno helado. No tenía la menor idea de cuánto tiempo había dormido ni en qué lugar del mundo se encontraban. Su vecina de asiento tenía una actitud alerta.
—¿Dónde estamos?— le pregunto María.
—Hemos llegado— contestó la mujer.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Παναγία Μυρτιδιώτισσα,Κύθηρα (Music Αve Maria)

Στις 24 Σεπτεμβρίου γιορτάζεται ανεύρεση της εικόνας της Παναγίας Μυρτιδιώτισσα.ς Την ίδια ημέρα γιορτάζουν την ονομαστική τους εορτή όσες φέρουν το όνομα Μυρτώ ή Μυρσίνη.

23 Σεπτεμβρίου Ο Άγιος Ιωάννης ο εν Βραχωρίω μαρτυρήσας

23 Σεπτεμβρίου
 
 
Ο Άγιος Ιωάννης ο εκ Κονίτσης και εν Βραχωρίω μαρτυρήσας (ο εξ Οθωμανών) γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, το έτος 1785 από μουσουλμάνους γονείς.
 Ο πατέρας του ήταν ξακουστός Δερβίσης (ιερέας των Μουσουλμάνων) στην περιοχή. Το αρχικό του όνομα ήταν Χασάν. Σε ηλικία 20 ετών ο πατέρας του, τον έστειλε στα Ιωάννινα για να ενταχθεί στο τάγμα των Δερβίσηδων.
Όταν έγινε και αυτός Δερβίσης στάλθηκε στο Βραχώρι της Αιτωλίας (σημερινό Αγρίνιο).

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ 1984


Ναυτική Τέχνη για παιδιά



  Οι Boatsafekids και Sail safe είναι δυο ιστοσελίδες σχετικές με την Ναυτιλία και τα παιδιά .
Μέσα σε αυτό το (Boatsafekids )χώρο γίνεται μια εισαγωγή στον υπέροχο και μαγικό κόσμο της Ναυσιπλοΐας, των παιδιών παιδιά (και των  γονέων) που ενδιαφέρονται για το ταξίδεμα στη θάλασσα.

EL PAPEL BLANCO DURO ESPEJO


" El papel blanco duro espejo sólo devuelve eso que fuiste. El papel blanco habla con tu voz, tu propia voz, no aquélla que te gusta, tu música en la vida esa que derrochaste. Puede que no vuelvas a ganar si lo deseas, si te clavas a esa cosa indiferente que te lanza atrás ahí dónde empezaste. Viajaste, muchas lunas viste, muchos soles, tocaste muertos y vivos, sentiste el dolor del bravo mozo y el gemido de la mujer, la amargura del niño inmaduro, cuanto has sentido se derrumba sin sustento si a este vacío no te fías. Quizás ahí encuentres cuanto creíste perdido, el brote de la juventud, el justo naufragio de la edad. Tu vida en cuanto diste, este vacío es cuanto diste, el blanco papel."



Χαϊκού  ΙΕ΄-Γιώργος Σεφέρης
Βουλιάζει ο κόσμος

κρατήσου, θα σ΄ αφήσει

μόνο στον ήλιο.
Μεγανήσι

Πού αρχίζει ο ουρανός πού τελειώνει η θάλασσα γαλάζια κυκλική ρότα άλλη ομορφότερη εικόνα δεν κρατώ ...

Κρυμένα πλεούμενα στην ταπεινοφροσύνη του Αμβρακικού


τα δώρα της θάλασσας
... πρωινό φτερούγισμα στο μικρό ακρογιάλι, τα δώρα της θάλασσας ζουν σ’οτι δεν αγγίζουν οι πυρκαγιές του θέρους, φυλαχτό ανάμνησης , στο χέρι σφιχτά κρατά, με όλες τις ευχές του κόσμου για όμορφη κάθε μέρα στη ζωή ...




Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

σκεψεις ξημερωματα

Ἀλλὰ τὰ βράδια



Ἀλλὰ τὰ βράδια Τάσος Λειβαδίτης -

……..Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα   κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο……


Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ


Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του .Τάσος Λειβαδίτης - Ποιήματα
φώτο από blogger

Σεπτέμβρης

θησαυροί της θάλασσας

 


Θερινό ηλιοστάσι ΙΑ'-Γιώργος Σεφέρης


Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι άσπρα πανιά
μπάτης από τα πεύκα και τ' Όρος της Αίγινας
λαχανιασμένη ανάσα·
το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα της
εύκολο και ζεστό
σκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη.

Μα στα ρηχά
ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
και στο βυθό-
αν συλλογιζόσουν ως πού τελειώνουν τα όμορφα νησιά.

Σε κοίταζα μ' όλο το φως και το σκοτάδι που έχω.

Γιώργος Σεφέρης


Solsticio de verano

ΙΑ

El mar que nombran la serenidad
barcos y velas blancas
brisa desde los pinos y el Monte de Egina
respiración jadeante;
resbalaba tu piel sobre la piel de ella fácil y cálida
cual incipiente pensamiento que se olvida al punto.

Pero en los médanos
un pulpo arponeado lanzó tinta
y en el fondo—
si pudieras pensar hasta donde terminan
las hermosas islas.

Mirábate con toda la luz y la tiniebla que poseo.




 

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Dos Gardenias




Ibrahim Ferrer - Dos Gardenias
Dos Gardenias

Dos gardenias para ti
con ellas quiero decir
te quiero, te adoro, mi vida.
Ponles toda tu atencion
porque son tu corazon y el mio.

Dos gardenias para ti
que tendran todo el calor de un beso
de esos que te di
y que jamas encontraras
en el calor de otro querer.

A tu lado viviran y te hablaran
como cuando estas conmigo
y hasta creeras
que te diran te quiero.

Buena Vista Social Club - De Camino a La Vereda


Ibrahim Ferrer - De Camino a la Vereda
De Camino a la Vereda

!game compay! No deje camino por coger la vereda.

Usted por enamorado
Tan viejo y con poco brillo
Usted por enamorado
Tan viejo y con poco brillo
El pollo que tiene al lado
Le ha hecho perder el trillo

!Ó¨game compay! No deje camino por coger la vereda.

Ay, pero yo como soy tan sencillo
Pongo en claro esta trovada
Yo como soy tan sencillo
Pongo en claro esta trovada
Compay, yo no dejo el trillo
Para meterme en ca~nada

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Anhelante - Ilan Chester

Anhelante - Ilan Chester



 

EL PAN

 
 

La poesía es como el pan. 

Por Roque Dalton.

 


Bodegón Pan y Vino






Yo, como tú,
amo el amor, la vida, el dulce encanto
de las cosas, el paisaje
celeste de los días de enero.

También mi sangre bulle
y río por los ojos
que han conocido el brote de las lágrimas.

Creo que el mundo es bello,
que la poesía es como el pan, de todos.

Y que mis venas no terminan en mí
sino en la sangre unánime
de los que luchan por la vida,
el amor,
las cosas,
el paisaje y el pan,
la poesía de todos.
 

 
 
Κι απάνου που το στόμα δίψασε
κοίταξα κατά στον ουρανό
και είδα να με ακουλουθούν
 οι εφιάλτες και τα όνειρά μου
 σαν ένα σύννεφο Θαλασσινό
που πότε -πότε
έβγαζε γλώσσα έχιδνας
φαρμάκι
και μου δινε να πιώ
κι άλλοτε μου ΄'γνεφε"
απ΄την άλλη άκρη της σκέψης
ένα οπτικοποιημενο
μέλλον
 
 
 
 
 

¿quién Eres?


¿quién Eres? de Gabriel Celaya


 

Con cambiarte de traje, te cambio también de alma.
( No adivinas mi angustia. No sé casi quién eres. )

Si te revuelvo el pelo tú ríes locamente
mientras a mí me duele sentirte tan informe.

Tanto puedo variarte que no sé ya que quiero.
Tú puedes serlo todo. Tú eres la misma nada.

Y te ríes, y acaso, si tus labios me buscan
son solo una medusa de silencio anhelante.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Γέφυρα Λευκάδας Lefkas Bridge


Σώπα,- Αζίζ Νεσίν ( Tουρκία)






Censure


Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή, κόψ' τη φωνή σου, σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός, η σιωπή ειναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα, μου λέγαν:
«σώπα!».

Στο σχολείο μου κρύψανε την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε: «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»

Με φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«Κοίτα μην πεις τίποτα, σσσ...σώπα!»

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα!».

Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα!»

Παντρεύτηκα,έκανα παιδιά, και τα 'μαθα να σωπαίνουν,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε: «Σώπα».

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες, με συμβουλεύανε:
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα!»
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή,
με τους γείτονες, μας ένωνε όμως, το «Σώπα!».

«Σώπα!»ο ένας, «σώπα!» ο άλλος, «σώπα!» οι επάνω, «σώπα!» οι κάτω,
«σώπα!»όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
«Σώπα!»οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας... Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα!». Και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ εύκολα,μόνο με το «Σώπα!».
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα»!

Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν' την να σωπάσει.Κόψ'την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απ' το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ!Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς!

Και δεν θα μιλάς,θα γίνεις φαφλατάς,θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.

Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ' την αμέσως.Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσά σου.

Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα 'ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!

Γιάννης Χαρούλης - Άγιοι


Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012



Δέν ἐχει σύνορα ἡ καρδιά μας που ἀγάπησε τὴ θάλασσα.
Από το Τὸ ἐμβατήριο τοῦ ὠκεανοῦ










Δέν ἐχει σύνορα ἡ καρδιά μας που ἀγάπησε τὴ θάλασσα.
Από το Τὸ ἐμβατήριο τοῦ ὠκεανοῦ